- πυριφλεγων
- πυριφλέγωνπῠρι-φλέγων-οντος adj. m огнедышащий
(λέων Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λέων Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυριφλέγων — masc nom sg πυριφλεγής flaming with fire masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριφλέγων — οντος, ὁ, Α αυτός που αναδίδει πύρινες φλόγες, πυριφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλέγων, μτχ. τού τ. φλέγω] … Dictionary of Greek